υπανάπτυκτος

υπανάπτυκτος
-η, -ο
1. που είναι σε υπανάπτυξη (βλ. λ.): Οι υπανάπτυκτες χώρες της Αφρικής.
2. που δεν είναι εντελώς αναπτυγμένος, κυρ. για όργανα του σώματος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • υπανάπτυκτος — και υποανάπτυκτος, η, ο, Ν 1. αυτός που βρίσκεται σε υπανάπτυξη, αυτός που υστερεί σε ανάπτυξη («υπανάπτυκτες χώρες») 2. φρ. «υπανάπτυκτη περιοχή» περιοχή χαμηλής οικονομικής, τεχνολογικής και πολιτιστικής ανάπτυξης. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * +… …   Dictionary of Greek

  • υποανάπτυκτος — η, ο, Ν βλ. υπανάπτυκτος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”