- υπανάπτυκτος
- -η, -ο1. που είναι σε υπανάπτυξη (βλ. λ.): Οι υπανάπτυκτες χώρες της Αφρικής.2. που δεν είναι εντελώς αναπτυγμένος, κυρ. για όργανα του σώματος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.